ασυντέλεστος

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσυντέλεστος, -ον)
αυτός που δεν έχει συντελεστεί ή εκτελεστεί, ο ασυμπλήρωτος.