ασύγχιστος

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

και ασύγχυστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει συγχιστεί, που διατηρεί την ηρεμία του
2. αυτός που δεν συγχίζεται, ο ήπιος.