ατού
Greek Monolingual
το
1. (στο χαρτοπαίγνιο) το χαρτί που υπερισχύει των άλλων, που κερδίζει
2. μέσο επιτυχίας ή ισχυρό επιχείρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. atout < (πρόθεση) ὰ + tout «όλο»].
το
1. (στο χαρτοπαίγνιο) το χαρτί που υπερισχύει των άλλων, που κερδίζει
2. μέσο επιτυχίας ή ισχυρό επιχείρημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. atout < (πρόθεση) ὰ + tout «όλο»].