χαρτοπαίγνιο

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

το, Ν
1. παιχνίδι με τραπουλόχαρτα
2. χαρτοπαιξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίγνιο. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπαίγνιον, μαρτυρείται από το 1809 στον Αλ. Βασιλείου].