αυθαιρεσία
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Greek Monolingual
η
1. το να ενεργεί κανείς χωρίς να ακολουθεί προκαθορισμένες αρχές, νόμους ή κανονισμούς
2. κατάχρηση εξουσίας
3. αυθαίρετη πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθαίρετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζαντίου].