αυτοκαταστροφή

Greek Monolingual

η
το να καταστρέφει κανείς τον εαυτό του ή να καταστρέφεται κάτι από μόνο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + καταστροφή. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Νικόλαο Κοτζιά].