αφόδευση
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
η (Μ ἀφόδευσις)
η πράξη της απομάκρυνσης άχρηστων στερεών ή ημιστερεών προϊόντων από τον πεπτικό σωλήνα.