αφύτευτος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφύτευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει φυτευθεί.