τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
-α, -ο (Α ἀχυροφάγος, -ον)αυτός που τρώει άχυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άχυρον + -φάγος < φαγείν (απαρμφ. του έφαγον, αόρ. β' του εσθίω «τρώγω»)].