αἰμακορία

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Russian (Dvoretsky)

αἰμακορία: и αἱμακουρία κορέννυμι ἡ преимущ. pl. кровавые возлияния на могиле Pind., Plut.