αἰνετέον

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source

Greek (Liddell-Scott)

αἰνετέον: ῥηματ. ἐπίθ. = πρέπει τις νὰ αἰνῇ, Συνέσ., Ἰατρ.· πρβλ. ἐπαινετέον.

Spanish (DGE)

hay que alabar Origenes M.12.1684A, Didym.in Ps.cat.150.3.