αἱματιαῖος

From LSJ

ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded

Source

Greek (Liddell-Scott)

αἱματιαῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὸ αἷμα, Ἀριθ. ἐν Ἀποκαλ. σ. 993.