αὐταγαθότης
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek (Liddell-Scott)
αὐταγαθότης: -ητος, ἡ, αὐτὴ ἡ ἀγαθότης, Νικήτ. Δαβ. Παράφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 179.
Spanish (DGE)
v. αὐτοαγαθότης.