αὐτουργία
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
ἡ,
A working on oneself, i.e. self-murder or murder of kin, A.Eu.336 (lyr., pl.).
II personal labour, opp. slave-labour, Plb.4.21.1, Plu.Cat.Ma.1, Porph.Marc.34.
2 farming oneself, PLips.97 xxvii 10 (iv A. D.).
III experience, Plb.9.14.4.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I crimen dentro de la propia familia A.Eu.336.
II 1trabajo personal op. al trabajo de los esclavos, Plb.4.21.1, Plu.Cat.Ma.1, Porph.Marc.35, POxy.1734.13 (II/III d.C.), εἰς τὴν αὐτουργίαν PWash.Univ.18.29 (III d.C.), τὴν τιμὴν ἀπεῖναι τῆς αὐτουργίας Philostr.Ep.7, μαρτύριον τῆς αὐτουργίας Eus.HE 3.20.3, καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἐποίει δι' αὐτουργίας Numen.26.6.
2 experiencia personal, práctica Plb.9.14.4, ἐν αὐτουργίᾳ τῶν πολεμικῶν Philostr.Her.38.4
•actividad τὸ ἀδύνατον εἶναι τὴν γενητὴν φύσιν μετασχεῖν τῆς τοῦ θεοῦ αὐτουργίας Ath.Al.M.26.201B.
German (Pape)
[Seite 403] ἡ, das Selbstthun; Selbstmord, Aesch. Eum. 322; eigene Erfahrung, Pol. 9, 14; eigene Anstrengung, ohne Diener, 4, 21; Plut. Coriol. 24.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 travail qu'on fait soi-même, travail personnel;
2 meurtre sur soi-même ou sur les siens.
Étymologie: αὐτουργός.
Russian (Dvoretsky)
αὐτουργία: ἡ
1 личный труд Polyb., Plut.;
2 личный опыт: τὰ ἐξ αὐτουργίας Polyb. данные собственного опыта;
3 убийство близких Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτουργία: ἡ, τὸ πράττειν τι ἰδίαις χερσίν, αὐτοκτονία ἢ τὸ κτείνειν συγγενῆ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 336. ΙΙ. ἡ προσωπικὴ ἐργασία κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὴν γινομένην διὰ τῶν δούλων, Πολύβ. 4. 21, 1, Πλουτ. Κάτ. Πρεσβ. 1. ΙΙΙ. πεῖρα, Πολύβ. 9. 14, 4.
Greek Monolingual
η (AM αὐτουργία) αυτουργός
νεοελλ.
1. η ενέργεια ή παράλειψη κάποιου με την οποία πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος
2. φρ. «ηθική αυτουργία» — η παρακίνηση, η παρότρυνση που ώθησε τον δράστη να γίνει αυτουργός του αδικήματος
(αρχ.μσν.) το να εργάζεται κανείς προσωπικά στα κτήματά του, αυτοκαλλιέργεια
αρχ.
πείρα.
Greek Monotonic
αὐτουργία: ἡ,
I. το να κάνει κανείς κάτι σε κάποιον με τα ίδια του χέρια, δηλ. αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του ή κάποιο συγγενή του, σε Αισχύλ.
II. προσωπική εργασία, αντίθ. προς την εργασία των δούλων, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[From αὐτουργός
I. a working on oneself, i. e. self-murder or the murder of one's own kin, Aesch.
II. personal labour, opp. to slave-labour, Plut.