βαδισματίας
English (LSJ)
-ου, ὁ, a good walker, Cratin.392.
Spanish (DGE)
(βᾰδισμᾰτίας) -ου, ὁ andariego s. cont., Cratin.422.
German (Pape)
[Seite 423] ὁ, der gern geht, Cratin. Poll. 3, 92.
Greek (Liddell-Scott)
βαδισματίας: -ου, ὁ, ὁ ἱκανὸς εἰς τὸ βαδίζειν, περιπατεῖν πεζῇ, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 105.