βαλανώ

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

βαλανῶ (-όω) (Α) βάλανος
κλείνω την πόρτα τοποθετώντας τη βάλανο.