βαλῶ

From LSJ

Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile

Menander, Monostichoi, 333

Greek Monotonic

βᾰλῶ: οριστ. μέλ. και υποτ. αορ. βʹ του ρ. βάλλω.