βαμβακερός
From LSJ
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
Greek Monolingual
και μπαμπακερός, -ή, -ό (Μ βαμβακερός και βαμπακερός και παμπακερός, -ή, -όν)
1. κατασκευασμένος από μπαμπάκι
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαμβακερά, τα
υφάσματα ή ενδύματα από μπαμπάκι.