βαπτέον
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
Greek (Liddell-Scott)
βαπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βάψῃ, τρίχας Κλήμ. Ἀλ.291.
Spanish (DGE)
hay que teñir οὐκοῦν οὐδὲ β. τὰς τρίχας Clem.Al.Paed.3.11.63.