βαρβαρόφυλος

Greek (Liddell-Scott)

βαρβαρόφῡλος: -ον, φυλαὶ β., βαρβαρικαί, Μανασσ. Χρον. 5760.

Greek Monolingual

θαρβαρόφυλος, -ον (Μ)
αυτός που ανήκει σε βάρβαρη φυλή.