βαφείο

From LSJ

ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge

Source

Greek Monolingual

το (AM βαφεῖον) βαφεύς
το εργαστήριο του βαφιά
αρχ.
το σπίτι του βαφιά.