πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
βοηδρομῶ (-έω) (Α)
1. τρέχω προς αυτόν που φωνάζει για βοήθεια, σπεύδω να βοηθήσω
2. τρέχω κραυγάζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοηδρόμος. Το ρ. βοηδρομώ σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθώ].