βοηδρομώ
From LSJ
Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
βοηδρομῶ (-έω) (Α)
1. τρέχω προς αυτόν που φωνάζει για βοήθεια, σπεύδω να βοηθήσω
2. τρέχω κραυγάζοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βοηδρόμος. Το ρ. βοηδρομώ σχηματίστηκε αναλογικά προς το βοηθώ].