βούλβιον
From LSJ
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
Spanish (DGE)
-ου, τό
sent. dud., un alimento difícil de digerir, prob. vulva, vientre de cerda καὶ τῶν κρεῶν βούλβιον καὶ στέρνιον καὶ πόδες μάλιστα τῶν βοῶν Alex.Trall.2.495.7, cf. 2.27.3, 201.19, 247.28, cf. βοῦλβα.