βούμασθος

English (LSJ)

or βούμαστος (so in PSI4.429 (iii A. D.)) (sc. ἄμπελος), ἡ, vine bearing large grapes, Virg.G.2.102, Plin. HN14.15, Macr.Sat.3.20.7.

German (Pape)

[Seite 458] od. στος, sc. ἄμπελος, ein großtraubiger Wein, Serv. zu Virg. Georg. 2, 102; Macrob. Sat. 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

βούμασθος: ἢ -μαστος (ἐνν. ἄμπελος), ἡ, bumastus, εἶδος ἀμπέλου φερούσης μεγάλας σταφυλάς, Verg. G. 2. 102, Μακρόβ. Saturn. 2. 16.