βραγχία

Greek (Liddell-Scott)

βραγχία: ἡ, καὶ βραγχίᾱσις, εως, ἡ, παρὰ Χοιροβ. = βράγχος, ὁ.

Spanish (DGE)

ἡ περιτράχηλος ἀλγηδών Hsch.