βραδέως

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
1 lentement;
2 tardivement;
Cp. βραδύτερον ou βράδιον ; Sp. βραδύτατα.
Étymologie: βραδύς.

Greek Monotonic

βραδέως: επίρρ. του βραδύς, βλ. αυτ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδέως: (compar. βραδύτερον и βράδιον)
1 медленно, медлительно, неторопливо, Thuc., Plat., Arst.;
2 с опозданием, поздно Hes., Plat.: ἕως β. ἦν τῆς ἡμέρας Diog. L. до позднего часа.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραδέως adv. van βραδύς.

English (Woodhouse)

(see also: βραδύς) slowly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search

Spanish

detenidamente, lentamente, pausadamente, tardíamente, torpemente