βραχνός

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ βραχνός, -ή, -όν) βρογχός
1. (για τον ήχο), τραχύς, αλλοιωμένος
2. αυτός που βγάζει βραχνή φωνή.