βραχνός

From LSJ

τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ βραχνός, -ή, -όν) βρογχός
1. (για τον ήχο), τραχύς, αλλοιωμένος
2. αυτός που βγάζει βραχνή φωνή.