βρομοκόριτσο

From LSJ

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek Monolingual

το
1. το βρόμικο στο σώμα και στην ενδυμασία κορίτσι
2. αισχρό, ανήθικο κορίτσι.