βρομοκόριτσο

From LSJ

ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive

Source

Greek Monolingual

το
1. το βρόμικο στο σώμα και στην ενδυμασία κορίτσι
2. αισχρό, ανήθικο κορίτσι.