βροχέως

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek (Liddell-Scott)

βροχέως: Αἰολ. ἀντὶ βραχέως, Σαπφὼ 2. 7.

Spanish (DGE)

v. βραχύς.

Russian (Dvoretsky)

βροχέως: Sappho = βραχέως.