αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
το1. ο καρπός της βυσσινιάς2. φρ. «να λείπει το βύσσινο» — για την αποποίηση προσφοράς που κρίνεται περιττή ή ασύμφορη ή και επικίνδυνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. επίθ.) βύσσινος (< βύσσος)].