γέργυρα

English (LSJ)

v. γόργυρα.

Spanish (DGE)

v. γόργυρα.

German (Pape)

[Seite 486] ἡ, = γόργυρα, Alcm. in B. A. 233.

Greek (Liddell-Scott)

γέργυρα: ἴδε ἐν λ. γόργυρα.