γόργυρα

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γόργῡρα Medium diacritics: γόργυρα Low diacritics: γόργυρα Capitals: ΓΟΡΓΥΡΑ
Transliteration A: górgyra Transliteration B: gorgyra Transliteration C: gorgyra Beta Code: go/rgura

English (LSJ)

(Dor. γέργυρα), ἡ, underground drain or sewer, Alcm.132, cf. AB233, Hsch.: used as a dungeon, Hdt.3.145, cf. Harp., etc.

Spanish (DGE)

(γόργῡρα) -ας, ἡ
• Alolema(s): lacon. γέργυρα Alcm.130, Hsch.; jón. γοργύρη SEG 12.391.8 (Samos VI a.C.), Hdt.3.145; γοργύρα Poll.9.45, Hsch.
1 albañal, cloaca Alcm.l.c. (pero v. 2), Aeschin. en Harp., Hsch.s.u. γοργύρα, AB 233.25, Phot.γ 189
utilizado como calabozo Hdt.l.c., Din.Fr.inc.16, Hsch.s.u. γέργυρα
alcantarillado como interpr. del laberinto, Eust.1688.52.
2 prisión, cárcel como edificio público, Poll.9.45, EM 224.56G. (escrito γέγυρα).
3 dud., cierto recipiente o jarro, quizá aguamanil o parte de él τῇ Ἥρῃ ἀνέθησαν ... γοργύρην χρυσῆν SEG l.c., cf. τοὺς πυθμένας τῶν κεραμίδων, οὓς ἔνιοι γοργύρας καλοῦσιν Hsch.s.u. ἀρδάλια.
• Etimología: De γέργυρα c. asim. ευ > ου, término de origen imitativo c. red. impresiva.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
prison souterraine.
Étymologie: DELG idée primitive de « conduite d'eau », cf. γαργαρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γόργυρα -ας, ἡ onderaardse gevangenis.

Russian (Dvoretsky)

γόργυρα: ион. γοργύρηподземная тюрьма, подземелье Her., Aeschin.

Greek (Liddell-Scott)

γόργῡρα: Ἰων. –ρη, ἡ, ὑπόγειος ὀχετὸς ἢ ἀγωγὸς ὑδάτων ἢ ἀκαθαρσιῶν, Ἀλκμὰν (124), ἐν τῷ Ε. Μ. 228 (ἐν τῷ τύπῷ γέργυρα), πρβλ. Α. Β. 233, Ζωναρ., Ἡσυχ.· ἐν χρήσει ὡς ὑπόγειος εἰρκτή, Ἡρόδ. 3. 145, πρβλ. Ἁρποκρ., Σουίδ., Πολυδ. Θ΄, 45.

Greek Monolingual

γόργυρα και ιων. τ. γοργύρη και δωρ. τ. γέργυρα, η (Α)
1. υπόνομος
2. υπόγεια φυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., αναδιπλασιασμένος τύπος, που συνδέεται πιθ. με το γαργαρίζω. Ο δωρ. τ. γέργυρα, που μαρτυρείται στον Αλκμάνα, είναι αρχαιότερος. Οι τύποι με το -ο-, (γόργυρα και γοργύρη) προήλθαν πιθ. από αφομοιωτική τροπή του -ε- σε -ο- λόγω του ακολουθούντος -υ- στον αρχ. τ. γέργυρα.