γαζέλα

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

(I)
η
είδος ερωτικού ποιήματος στη λυρική ποίηση των Περσών και των Τούρκων που αποτελείται από 5 ή 7 δίστιχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αραβικής προελεύσεως].
(II)
η
βλ. γκαζέλα.