γαντζώνω

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

1. πιάνω κάτι με γάντζο
2. πιάνω κάτι σφιχτά με τα χέρια ή τα νύχια
3. κρατιέμαι σφιχτά από κάποιον ή κάτι («γαντζώθηκα απάνω της»).