γαϊτανάκι

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

το
1. μικρό ή λεπτό γαϊτάνι
2. είδος χορού που εκτελείται τις Απόκριες από μεταμφιεσμένους στην ύπαιθρο.