γενεαλογικός
English (LSJ)
γενεαλογική, γενεαλογικόν, genealogical, Plb.9.1.4, Ph.2.141, S.E.M.1.253.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 genealógico τρόπος Plb.9.1.4, εἶδος Asclep.Myrl. en S.E.M.1.253, μέρος (ἱστορίας) γ. parte de la narración histórica ref. al origen del hombre, op. (μέρος) περὶ τῆς τοῦ κόσμου γενέσεως Ph.2.141.
2 adv. -ῶς por línea genealógica κατάγων γ. τοὺς ἀοιδοὺς ἤτοι τοὺς ποιητὰς ἐκ Μουσῶν καὶ Ἀπόλλωνος Eust.161.29.
German (Pape)
[Seite 481] zur Genealogie gehörig, Pol. 9, 1, 4.
Russian (Dvoretsky)
γενεᾱλογικός: генеалогический, родословный Polyb., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
γενεᾱλογικός: -ή, -όν, εἰς γενεαλογίαν ἀνήκων, Πολύβ. 9. 1, 4.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γενεαλογικός, -ή, -όν)
ο σχετικός με τη γενεαλογία ενός ατόμου ή μιας ομάδας οργανισμών («γενεαλογικός πίνακας», «γενεαλογικό δένδρο»).