γερανοβοσία

English (LSJ)

ἡ, = γερανοβωτία (feeding of cranes), Poll. 9.16.

German (Pape)

[Seite 485] ἡ, das Kranichnähren, -halten, auch γερανοβοτία geschrieben; Plat. Polit. 264 a; Poll. 9, 16.