γερανοβωτία
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
English (LSJ)
ἡ, feeding of cranes, Pl.Plt. 264c (pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -βοσία Poll.9.16
criadero de grullas χηνοβωτίας γε καὶ γερανοβωτίας Pl.Plt.264c, l. de Poll.l.c. ad loc.
Greek (Liddell-Scott)
γερανοβωτία: ἡ, τὸ βόσκειν γεράνους, Πλάτ. Πολιτ. 264C, ἴδε ἐν λ. χηνοβοσία· - παρὰ Πολυδ. Θ΄, 16 –βοσία.
Greek Monolingual
γερανοβωτία, η (Α)
το να τρέφει κανείς γερανούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρανος + -βωτία < -βώτης < βόσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γερανοβωτία -ας, ἡ γέρανος, βόσκω kraanvogelfokkerij. Plat. Plt. 264c.