γερμανικός

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Γερμανούς ή στη Γερμανία
2. όποιος προέρχεται από τη Γερμανία.