γκαμήλα

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

η
1. καμήλα
2. γυναίκα ψηλή και άχαρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καμήλα].