γλεντζές

From LSJ

Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los

Menander, Monostichoi, 345

Greek Monolingual

και γλετζές, ο (θηλ. γλεντζού)
αυτός που του αρέσουν τα γλέντια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğlence].