γλυκόλογος
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
Greek Monolingual
και -λόγος, -η, -ο (Μ γλυκύλογος, -ον)
αυτός που μιλάει ευχάριστα, ο ευπροσήγορος.
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
και -λόγος, -η, -ο (Μ γλυκύλογος, -ον)
αυτός που μιλάει ευχάριστα, ο ευπροσήγορος.