γλωσσοπέταλος

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

-ο
(για τα φυτά) αυτός που έχει πέταλα σε σχήμα γλώσσας.