γραίνω

English (LSJ)

= γράω, gnaw, Hsch. γραιολέας· πονηρὰς ἢ ὀλεθρίας γραίας, Id.

Spanish (DGE)

comer Hsch., cf. γράω.

German (Pape)

[Seite 503] = γράω, nagen, Hesych.

French (Bailly abrégé)

manger HSCH.
Étymologie: γράω.

Greek (Liddell-Scott)

γραίνω: γράω, ῥοκανίζω,Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
γραίνω) γράω
νεοελλ.
ξεχωρίζω με τα δάχτυλα τα έρια που πρόκειται να ξανθούν
αρχ.
ροκανίζω, κατατρώγω.
(II)
υγραίνω, διαβρέχω.