ροκανίζω

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

ῥυκανίζω, ΝΜΑ, και ρουκανίζω Ν, και ῥακανίζω Μ ῥυκάνη / ροκάνα]
λειαίνω ξύλο με το ροκάνι, πλανιάρω
νεοελλ.
1. τρώω ή μασώ κάτι σκληρό («ροκανίζω το παξιμάδι»)
2. μτφ. α) κατατρώγω, σπαταλώ («του ροκάνισε όλη την περιουσία»)
β) κάνω διάρρηξη με επιτυχία
3. φρ. «ροκανίζω τον χρόνο»
μτφ. προκαλώ σκόπιμη καθυστέρηση προς όφελός μου.