γραμματικά

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

τα
βλ. γραμματικός.

Russian (Dvoretsky)

γραμμᾰτικά: τά Arst., Plut. = γραμματική.