γραμματοθήκη
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
Greek Monolingual
η
1. θήκη στην οποία φυλάσσονται επιστολές που έχουν διαβαστεί
2. στοιχειοθετείο με πολλά τετράγωνα ή επιμήκη χωρίσματα, στα οποία τοποθετούνται τα τυπογραφικά στοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα (-ατος) + θήκη. Ο τ. μαρτυρείται στον πληθ. (γραμματοθήκαι) από το 1871 στον Ι. Ν. Βαλέτα].