γραμμωτός

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που φέρει γραμμές ή ραβδώσεις, ο ριγωτός.