γρανιτώδης
Greek Monolingual
-ες
1. αυτός που περιέχει ή αποτελείται από γρανίτη
2. αυτός που μοιάζει με γρανίτη
3. σκληρός, ανθεκτικός, σταθερός.
-ες
1. αυτός που περιέχει ή αποτελείται από γρανίτη
2. αυτός που μοιάζει με γρανίτη
3. σκληρός, ανθεκτικός, σταθερός.