γρυψ

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source

Greek Monolingual

(γρυπός), ο και γρύφονας και γρύφος (AM γρύψ, Μ και γρύψος)
1. μυθικό ζώο με στόμα λιονταριού και κεφάλι και φτερά αετού
2. γυπαετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. γρυπός.